ἐμποδοστάτης

ἐμποδοστάτης
ἐμποδοστᾰτ-ης, ου, , ([etym.] στῆναι)
A in the way, ib.1 Ch.2.7, Suid.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • εμποδοστάτης — ἐμποδοστάτης, ο (Α) 1. αυτός που βρίσκεται ή παρεμβάλλεται μέσα στα πόδια άλλου, που αποτελεί εμπόδιο 2. θορυβοποιός, ταραξίας …   Dictionary of Greek

  • ἐμποδοστάτης — in the way masc nom sg ἐμποδοστατέω to be in the way imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”